- παραΐζω
- Αβλ. παρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρίζω — και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α 1. (το ενεργ και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι 2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek